- μετακονδύλια
- μετακονδύλια, τὰ (Μ)βλ. μετακόνδυλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακόνδυλα — μετακόνδυλα, τὰ (Α, Μ μετακονδύλια) οι μετακόνδυλοι* («τὰ δ ἐπὶ τῷ μετακαρπίῳ πρὸ τῶν κονδύλων μετακόνδυλα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμαένος τ. τού μετακόνδυλοι με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek